μαγεύτρα

μαγεύτρα
η
1. αυτή που ασκεί μαγεία, η μάγισσα: Μέσα στην απελπισία της κατέφυγε σε μαγεύτρες.
2. μτφ., η γοητευτική, η σαγηνευτική: Η μαγεύτρα νύχτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαγευτής — ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) [μαγεύω] μάγος νεοελλ. ως επίθ. 1. μαγικός 2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”