- μαγεύτρα
- η1. αυτή που ασκεί μαγεία, η μάγισσα: Μέσα στην απελπισία της κατέφυγε σε μαγεύτρες.2. μτφ., η γοητευτική, η σαγηνευτική: Η μαγεύτρα νύχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.